.

.
Ολόκληρο το κείμενο
Συστατικός κλάδος των κοινωνικών επιστημών, η πολιτική επιστήμη αποσκοπεί στην ιδιαίτερη μελέτη και διερεύνηση του πολιτικού φαινομένου, τόσο των πηγών όσο και –κυρίως- των συνεπειών του. Στο πλαίσιο αυτό, η συγκριτική μέθοδος (συγκριτική πολιτική) αποτελεί τον κύριο τρόπο ελέγχου και επικύρωσης των γενικεύσεων που πραγματοποιούμε. Όμως παρά την αυταπόδεικτη σημασία της, η συγκριτική πολιτική δείχνει στις μέρες μας σημάδια κρίσης. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μεταθεωρητική αποτίμηση, ο κλάδος «έχει απολέσει το δρόμο» του. Πρόκειται για εκτίμηση στην οποία συγκλίνουν, με διαφορετικό τρόπο και για διαφορετικού λόγους, όλα τα βασικά θεωρητικά ρεύματα (δομισμός, ορθολογισμός, μεταμοντερνισμος) και που πάνω της στηρίζονται προκειμένου να επιτεθούν σε αλλήλους.
Οι εντεινόμενες αυτές πολεμικές α μπορούσαν ενδεχομένως να εκληφθούν ως φυσιολογικές στο πλαίσιο των αέναων θεωρητικών και μεθοδολογικών αντιπαραθέσεων που συνοδεύουν κάθε επιστήμη στην πορεία εξέλιξής της. Όμως δεν πρόκειται μόνο ή κυρίως γι’ αυτό. Μεγάλο τμήμα των συζητήσεων που τον τελευταίο καιρό διεξάγονται αντανακλούν αγωνίες σχεδόν υπαρξιακής υφής. Ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός πολιτικών επιστημόνων αναρωτιούνται για την οντολογία του κλάδου τους ab imis: Τι ακριβώς είναι, τι κάνει, και -το κυριότερο- τι πρέπει να κάνει η πολιτική επιστήμη; Τι συνιστά ενδιαφέρον ερώτημα και ποιες μέθοδοι τεκμηρίωσης μπορούν να θεωρούνται αποδεκτές; Ποια η σχέση του κλάδου με τις άλλες κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, και πώς αυτός αντιδιαστέλλεται με τις φυσικές; Ερωτήματα σαν κι αυτά είναι προφανώς θεμιτά, όμως ο πρωταρχικός όσο και αγωνιώδης τρόπος με τον οποίο εξακολουθούν να διατυπώνονται στις μέρες μας, μαρτυρούν παρατεταμένη κρίση των μηχανισμών αξιολόγησης και επικύρωσης της παραγόμενης γνώσης -με άλλα λόγια, κρίση στο χώρο που ο Thomas Kuhn αποκάλεσε «κανονική επιστήμη».
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως και αυτό το φαινόμενο είναι φυσιολογικό. Είναι ευρύτατα γνωστό ότι στην πορεία της κάθε επιστήμης ανακύπτουν θεωρητικά και ερευνητικά προβλήματα που, αποκαλύπτοντας τις αδυναμίες ενός κυρίαρχου «παραδείγματος», προκαλούν φαινόμενα κρίσης παρόμοια αυτών των οποίων σήμερα γινόμαστε μάρτυρες. Τουλάχιστον σύμφωνα με το σχήμα του Kuhn, όμως, οι κρίσεις κατά κανόνα προετοιμάζουν «επαναστάσεις» που, αργά ή γρήγορα, έρχονται να επαναφέρουν τις διαταραγμένες ισορροπίες στο πλαίσιο κάποιας νέας, ποιοτικά ανώτερης «κανονικότητας». Γιατί οι αγωνιώδεις αντιπαραθέσεις στο χώρο της πολιτικής επιστήμης να μην προοιωνίζονται κάτι ανάλογο;
Για δυο βασικούς λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι η σημερινή κρίση είναι περισσότερο απόρροια της παρατεταμένης μη ανάδυσης «κανονικής επιστήμης» παρά σύμπτωμα των αδιεξόδων μιας υφιστάμενης. Σύμφωνα με την εκτίμηση αυτή, στην πολιτική επιστήμη δεν είχαμε ποτέ «κανονική επιστήμη» με την έννοια που χρησιμοποιεί τον όρο ο Kuhn. Παρότι η «συμπεριφοριστική επανάσταση» των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών δημιούργησε με την ορμητικότητά της την αίσθηση ενός αποτελεσματικού «κυρίαρχου παραδείγματος», στην πραγματικότητα υπήρξε περισσότερο επιστημική «προδιάθεση» παρά συνεκτικό θεωρητικό πρόγραμμα. Αυτό βέβαια δεν είναι αναγκαστικά αρνητικό. Δεν είναι λίγοι άλλωστε αυτοί οι οποίοι εκτιμούν πως οι ιδιαιτερότητες της πολυπλοκότητας των κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων, της ανάδρασης των παρατηρούμενων οντοτήτων, κλπ., καθιστούν το εγχείρημα της ανακάλυψης οικουμενικά αποδεκτού κανόνα αυταπόδεικτα χιμαιρικό. Και είναι πράγματι έτσι. Όμως η επίμονη αναζήτηση κοινών τόπων ανάμεσα σε διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις και σχολές και ο ενδεχομένως ασύμπτωτος διάλογος που αυτή προκαλούσε -ως αναζήτηση κανονικής επιστήμης- έδιναν στον κλάδο μια αίσθηση συνοχής και στόχων η οποία σήμερα φαίνεται να κινδυνεύει. Συναφώς, μπορεί κανονική επιστήμη να μην αναδύθηκε -ή να μην μπορούσε να αναδυθεί- ποτέ· όμως η επιδίωξή της εγκαθίδρυε μια -έστω ατελή- κοινότητα σημασιών και μια βάση επικοινωνίας ανάμεσα στους θιασώτες των αντίπαλων ρευμάτων οι οποίες στις μέρες μας έχουν εκλείψει.
Στο σημείο αυτό έγκειται ο δεύτερος λόγος που εξηγεί τη διάχυτη μεταθεωρητική απαισιοδοξία των ημερών μας. Συγκεκριμένα, η ιδιαιτερότητα της σημερινής συγκυρίας δεν συνίσταται τόσο στην ένταση της πολεμικής που διεξάγεται ανάμεσα στις διάφορες προσεγγίσεις, όσο στο ότι οι ενεχόμενες σχολές -απέχοντας από την προσπάθεια ανάδειξης μεγάλης εμβέλειας συνθέσεων- τείνουν να θεσμοποιούν την απομόνωσή τους. Καθώς το -υπερβασιακό- αίτημα μιας «κανονικής επιστήμης» εγκαταλείπεται, υπονομεύονται και οι προϋποθέσεις για ουσιαστικό διάλογο. Αν και το τοπίο που αναδύεται παρουσιάζεται συχνά ως απλός και άδολος «θεωρητικός πλουραλισμός», η υπόρρητη νομιμοποίηση ενός εσωτερικού επιστημολογικού σχετικισμού εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους.
Ένα πρώτο πρόβλημα που ανακύπτει αφορά το φαινόμενο της απόκλισης θεωρίας και έρευνας. Στο βαθμό που δεν υπάρχει (ούτε και επιδιώκεται) κοινώς αποδεκτός γνωστικός κώδικας που να συνέχει τις διάφορες δραστηριότητες του κλάδου, θεωρία και έρευνα (θα) τείνουν να αυτονομούνται -με τη θεωρία να διολισθαίνει προς ατραπούς κανονιστικού/φιλοσοφικού αναστοχασμού, και την έρευνα να καταγίνεται με την επεξεργασία χαμηλής θεωρητικής έντασης «τεχνικών». Είναι προφανές πως από τη διαδικασία αυτή αμφότερες οι δραστηριότητες εξέρχονται τραυματισμένες: η μεν θεωρία ως προς την επεξηγηματική της χρηστικότητα (και χρησιμότητα), η δε έρευνα ως προς την γνωστική της αξία. Όμως το πρόβλημα αυτό δεν είναι το μόνο, ίσως ούτε και το πλέον σοβαρό.
Εξίσου αν όχι περισσότερο σημαντικά είναι τα προβλήματα του γνωστικού κερματισμού και της ελλιπούς επικοινωνίας ανάμεσα στις επιμέρους προσεγγίσεις. Είναι κοινό μυστικό πως, παρά την ύπαρξη αξιοσημείωτων εξαιρέσεων, οι θιασώτες της ποσοτικής πολιτικής επιστήμης ελάχιστη επαφή έχουν με τους δομιστές και μεταδομιστές συναδέλφους τους και το αντίστροφο. Όμως ότι οι «επιστημονικοί δρόμοι» των επιμέρους προσεγγίσεων γίνονται ολοένα και πιο μοναχικοί  επιφέρει ταυτόχρονα και φτώχεμά τους.
Ο γνωστικός αυτός κερματισμός, εκτός του ότι απειλεί τις προσεγγίσεις με αυτισμό, οδηγεί κατευθείαν στο πρόβλημα της ανεπαρκούς επικύρωσης, που στις περιστάσεις τείνει να πάρει τη μορφή μιας ιδιότυπης petitito principii. Συγκεκριμένα, καθώς η κρίση στην κανονική επιστήμη υπονομεύει ευθέως το εγχείρημα ανεύρεσης μηχανισμών αξιολόγησης και ελέγχου της παραγόμενης γνώσης που να ισχύουν για όλες τις προσεγγίσεις, η κάθε μια τείνει να επικυρώνει τα ευρήματά της με μεθόδους «εσωτερικές» που όμως, τουλάχιστον για όσους δεν υποστηρίζουν τη συγκεκριμένη προσέγγιση, έχουν και οι ίδιες ανάγκη επικύρωσης. Αντιδρώντας στην κατάσταση αυτή, οι θιασώτες της μιας προσέγγισης που αμφισβητούν την εγκυρότητα των διαδικασιών που ακολουθούνται στην άλλη, αποχωρούν ή απέχουν από το διάλογο με αποτέλεσμα να εντείνεται ο κερματισμός. Πρόκειται για φαύλο κύκλο που η ρήξη του κάθε άλλο παρά απλή υπόθεση είναι.
Μέσα σ’ αυτή τη δύσκολη επιστημική συγκυρία, η μεθοδολογική συμβολή του Giovanni Sartori μπορεί να είναι πολύτιμη

Όπως συμβαίνει με κάθε έργο, έτσι και τα κείμενα του Sartori που συμπεριλήφθηκαν στον τόμο αυτό, προσδιορίζονται από τη χρονική στιγμή, τον τόπο παραγωγής, και τα χαρακτηριστικά του κοινού στο οποίο απευθύνονται. Τα περισσότερα γράφονται σε μια περίοδο συμπεριφοριστικής κυριαρχίας στις κοινωνικές επιστήμες, και απευθύνονται -με προθέσεις παιδευτικά παρεμβατικές- κυρίως προς την αμερικανική επιστημονική κοινότητα. Μέσα από το πρίσμα αυτό μπορούν ίσως να ερμηνευθούν κάποια μορφικά στοιχεία του εγχειρήματος που ίσως σήμερα να ξενίζουν -λόγου χάρη, η αγωνιώδης αναζήτηση των προϋποθέσεων για μια «επιστήμη» της πολιτικής. Όμως το περιεχόμενο του διαβήματος (στο οποίο ο Sartori παραμένει προσηλωμένος καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που τα κείμενα καλύπτουν) διαφέρει ριζικά από τον άκριτο επιστημονισμό που έκτοτε επικράτησε σε μεγάλο τμήμα του κλάδου. Η «επιστήμη» την οποία ο Sartori έχει κατά νου είναι βέβαια εργαλειακά πραξιακή, στοχεύοντας στην παραγωγή γνώσης που θα είναι επιχειρησιακή και αποτελεσματική, είναι όμως ταυτόχρονα -και πρωτίστως- επιστήμη του Λόγου με αμφότερες τις σημασίες του όρου: Λόγος ως μέσο διερεύνησης της λογικής εγκυρότητας των διάφορων νοητικών κατασκευών και ως εργαλείο για το γλωσσικό-εννοιολογικό έλεγχο της εκφοράς τους (σημασιολογία).
Έχει όμως σημασία να τονιστεί πως η έμφαση του Sartori είναι πρωτίστως εννοιολογική. Αποσκοπώντας στην υποβοήθηση του ερευνητικά προσανατολισμένου μελετητή, του «ενεργού θεράποντα» (κατά την προσφιλή του έκφραση), και παρακάμπτοντας διαμάχες στο εσωτερικό της αναλυτικής και γλωσσολογικής φιλοσοφίας, ο συγγραφέας εκλαμβάνει την έννοια ως τη βασική γνωστική μονάδα. Όπως γράφει χαρακτηριστικά, «ανεξαρτήτως του αν οι έννοιες είναι θεωρητικά συγκροτούμενες η θεωρητικά συγκροτούσες, εξακολουθούν να είναι οι βασικές μονάδες με τις οποίες η κοινωνικο-επιστημονική λειτουργία επιτελείται στην πράξη», τα πόδια στα οποία στηριζόμαστε και με τα οποία βαδίζουμε. Απώτερος στόχος του είναι η δημιουργία των προϋποθέσεων για την ανάδυση μιας «εξειδικευμένης» γλώσσας που, παρότι θα παραμένει φυσική, θα είναι παράλληλα ενσυνείδητη και κριτική· μιας γλώσσας η οποία, καθώς θα διαμορφώνεται από τη σημασιολογικά πειθαρχημένη συνεισφορά της κοινότητας των συγκριτολόγων, θα είναι παράλληλα σε θέση να καθοδηγεί και να συνέχει τις επεξεργασίες τους δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για γνωστική συσσώρευση.
Η λογική και γλωσσική πειθαρχία στην οποία ο Sartori αποσκοπεί ούτε προϋποθέτει ούτε βέβαια και αποκλείει κάποια από τις υπάρχουσες θεωρητικές προσεγγίσεις. Όμως οι επιπτώσεις από την απουσία της τις διαπερνά όλες -αφού η μεθοδολογική και εννοιολογική ολιγωρία απειλεί το συγκριτικό εγχείρημα εν γένει και ανεξαρτήτως θεωρητικού πλαισίου. Ιδωμένο έτσι, το Σαρτορικό εγχείρημα -παρότι προφανώς δεν στοχεύει σε μια «κανονική επιστήμη» με την έννοια του Kuhn- μπορεί να έχει καθοριστική συμβολή στην ανάδυση μιας στοιχειωδώς κοινής γνωστικής βάσης που θα είναι απόρροια όχι της επικράτησης κάποιας -μοναδικής- θεωρητικής προσέγγισης εις βάρος των άλλων, αλλά της ανάδειξης όρων για την απρόσκοπτη διεξαγωγή των μεταξύ τους ανταλλαγών. Ίσως αυτό αποτελεί προϋπόθεση ώστε ο αναπόφευκτος πλουραλισμός των θεωρητικών προσεγγίσεων να μην οδηγεί σε γνωστική κατάτμηση χωρίς συσσώρευση, και αντιπαραθέσεις που κάποτε καταλήγουν να μην είναι παρά διάλογοι κωφών.

Η μεταθεωρητικη αυτή εισαγωγή αποσκοπεί στην «αφηγηματική» ανάδειξη του γνωστικού μίτου που συνέχει τα κείμενα, συνδυαστικά -και πιο σημαντικά- με την ένταξή τους στην τρέχουσα επιστημονική συγκυρία. Αν και τα μεθοδολογικά προβλήματα στα οποία αναφέρεται ο Sartori σε μεγάλο βαθμό παραμένουν ως είχαν και κατά τη δεκαετία του 1970, η ταυτότητα των θεωρητικών σχολών που διακινούν τις παρανοήσεις έχει, σε πολλές περιπτώσεις, μεταβληθεί. Δεν είναι λίγες οι φορές, αίφνης, που οι σύγχρονοι ζηλωτές είτε του ορθολογιστικού ατομικισμού είτε της μεταμοντέρνας αποδόμησης απηχούν λογικές και μεθοδολογικές παρανοήσεις που πριν τρεις δεκαετίες χαρακτήριζαν τις πιο ακραίες εκδοχές του συμπεριφορισμού και του ποσοτισμού που ο Sartori εύστοχα καυτηριάζει. Όπως ο θετικιστής ζηλωτής του πρώιμου συμπεριφορισμού αρνιόταν μιλήσει για τη θερμοκρασία αν δεν είχε στη διάθεσή του ένα θερμόμετρο (όπως γράφει ο Sartori σε κείμενο του 1970), έτσι και ο μεταμοντέρνος απο-δομιστής αρνείται να μιλήσει για κοινωνικές τάξεις στο βαθμό που απορρέουν από «ψευδώς κεντροθετημένα υποκείμενα της κλασικής νεωτερικότητας» (κατά την πανηγυρική απόφανση του Patrick Joyce).

            Ειδικότερα, η εισαγωγή περιλαμβάνει ενότητες για
·         τη φύση του «επιστημονικού εγχειρήματος» στις κοινωνικές επιστήμες (όπου , μεταξύ άλλων, υποστηρίζεται πως τα χαρακτηριστικά που οροθετούν την «επιστήμη» από τις γνωστικές της ετερότητες είναι η υποδηλωτικά επαρκής, αναπαραστατική γλώσσα και το πραξιακό δυναμικό)·
·         τη συγκριτική μέθοδο, με έμφαση στα γιατί και πώς των συγκρίσεων και εκτενή επεξήγηση των μεθοδολογικών και ταξινομικών τους προϋποθέσεων. Πρόκειται για ενότητα που δίνει επίσης την ευκαιρία για την ανασκευή ενός αριθμού μεθοδολογικά εσφαλμένων στάσεων και πρακτικών, όπως του σφάλματος της διαβάθμισης, της υποστασιοποίησης του μικρο-επιπέδου και του συχνά ουσιοκρατικού τρόπου με τον οποίο πολλοί μελετητές κατανοούν το συγκριτικό εγχείρημα·
·         τη σημασιολογία και τις τεχνικές της καθαυτό εννοιολογικής ανάλυσης (που δίνει την ευκαιρία να επεξηγηθούν οι έννοιες της σημασιολογικής προβολής και του σημασιολογικού πεδίου, και να αναδειχθούν τόσο τα σφάλματα της ασάφειας και αοριστίας όσο και οι αρετές της σαφήνειας και ενάργειας)·
·         το εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα των ορισμών (με εκτενή ανάλυση των διαφορετικών τύπων ορισμών που υπάρχουν και επεξήγηση των τρόπων μετάβασης από τον έναν στον άλλο)· συναφώς
·         την κλίμακα αφαίρεσης (ενότητα στην οποία αναδεικνύεται η σημασία αφηρημένων -χαρτογραφικών- εννοιών και το γεγονός ότι αυτές, όχι μόνο δεν ανταγωνίζονται τις συγκειμενικά και πλαισιακά διαμορφωμένες, αλλά και συνδέονται μαζί τους με στενή σχέση συμπληρωματικότητας)· τέλος
·         τα προαπαιτούμενα για επάρκεια στους ορισμούς και τους τομείς της εννοιολογικής ανασύστασης και συγκρότησης.


Πρόκειται βέβαια για εξαιρετικής σημασίας ζητήματα, όμως η παράθεσή τους στο πλαίσιο αυτής της σύνοψης δεν είναι παρά ενδεικτική. Το εισαγωγικό κεφάλαιο καταγράφει περαιτέρω συνάφειες και αλληλουχίες, φιλοδοξώντας να καταδείξει πώς σφάλματα μιας προηγούμενης επιστημικής συγκυρίας ρίχνουν βαριά τη σκιά τους και στις μέρες μας.